- Reviews
- The Bard’s Tale IV: Barrows Deep
The Bard’s Tale IV: Barrows Deep
HotΜια ιστορία θα σας πει ο Βάρδος του Θανάτου.
Μια ιστορία θα σας πει ο Βάρδος του Θανάτου.
O Brian Fargo είναι από τους διασημότερους game designers στον κόσμο και πολύ αγαπητός σε εμάς επειδή δημιούργησε ουσιαστικά την κατηγορία των CRPG με τα The Bard’s Tale. Δεν επαναπαύτηκε στην επιτυχία του και συνέχισε να παράγει αξιόλογους τίτλους, με τους καλύτερους να είναι τα Wasteland 2 και Torment: Tides of Numenera. Φέτος κλείνουμε 33 χρόνια από το πρώτο The Bard’s Tale οπότε το τρίτο sequel του μας προέκυψε την κατάλληλη στιγμή.
Η περιπέτειά μας ξεκινά από την (γνώριμη σε όσους έπαιξαν το πρωτότυπο) πόλη Skara Brae, μέρος της ευρύτερης περιοχής Caith. Μια θρησκόληπτη αδελφότητα, οι Fatherites, έχει λυσσάξει και επικηρύσσει όλους τους adventurers στην περιοχή. Εμείς έχουμε έναν νέο adventurer που διψά για περιπέτεια αλλά και δικαιοσύνη καθώς πρέπει να ανακαλύψουμε τι τρέχει πίσω από τον διωγμό και να τα βγάλουμε πέρα με τους κινδύνους που πλημμυρίζουν το Caith.

Ένα τραγούδι θα σας πω που θα κάνει τα τέρατα καπνό
Το ελάχιστο customization στα πρόσωπα που αντικρίσαμε (μόνο τέσσερα Archetypes) αποκάλυψε μια φθήνια που δεν μας άρεσε. Ευτυχώς τα skill trees είναι πολυάριθμα, διαφέρουν από ράτσα σε ράτσα και μας επέτρεψαν να επεξεργαστούμε σε βάθος τους χαρακτήρες μας. Έξυπνος ο χωρισμός του κάθε skill κλάδου σε masteries με τρία tiers. Μας υποχρεώνει να ξεσκονίσουμε τα skills και να επιλέξουμε τα καλύτερα με το πάσο μας, γνωρίζοντας ότι, ακόμα και αν ξοδέψουμε ένα skill point σε skill που δεν θέλαμε, δεν πάει τζάμπα, βοηθά να ανοίξει το επόμενο tier. Οι διάλογοι είναι πλούσιοι και εξυπηρετούν στην δόμηση ενός στιβαρού σεναρίου.
Το The Bard’s Tale IV είναι κλασικό Dungeon Crawler και τα game mechanics εναρμονίζονται στον ρόλο αυτό. Ξεχνάμε το Stealth στοιχείο που είναι πραγματικά “της πλάκας”. Κανονικά οι εχθροί έπρεπε να μας αντιλαμβάνονται με βάση τον ήχο, γυρνώντας απότομα καθώς ακούν τα βήματά μας. Στην πράξη, οι εχθροί μοιάζουν κουφοί αλλά και άκαμπτοι, κινούμενοι σε πάγιες τροχιές και δεν μας αντιλαμβάνονται ακόμα και όταν κολλήσουμε τρέχοντας πίσω από την πλάτη τους. Αντίθετα, αν τους επιτεθούμε κατά μέτωπο, βλέπουμε στην οθόνη το ανατριχιαστικό μήνυμα spotted, δηλαδή μας πήραν χαμπάρι και κάνουν την πρώτη επίθεση. Για να έχουμε εμείς την πρώτη επίθεση πρέπει να τους χτυπήσουμε πισώπλατα ή πλάγια.
Αναπολήσαμε τα αγαπημένα game mechanics άλλων RPGs όπως το άλμα, το σκύψιμο, το κρύψιμο πίσω από αντικείμενα. Τίποτα από αυτά δεν έχει το The Bard’s Tale IV. Η ομάδα μας κινείται σαν μονάδα, σαν πιόνι σε επιτραπέζιο, βήμα βήμα πάνω σε αόρατο πλέγμα. Αξίζει να αναφέρουμε τον απίστευτο εκνευρισμό που νιώσαμε βλέποντας ένα σεντούκι θησαυρού στο κάτω πάτωμα. Το σεντούκι βρισκόταν μόνο ένα μέτρο απόσταση από τα πόδια μας, αρκούσε ένα μικρό άλμα για να το αρπάξουμε. Φυσικά η ομάδα μας δεν μπορεί να εκτελέσει ούτε ένα απλό άλμα οπότε στεκόμασταν και το κοιτούσαμε με λύσσα, ελπίζοντας να το προσεγγίσουμε με άλλο τρόπο σε μελλοντικό χρόνο.
Η μάχη είναι το καλύτερο σημείο του The Bard’s Tale IV. Προτού ξεκινήσει, έχουμε ευτυχώς οπτική επιβεβαίωση της δύναμης των αντιπάλων για να ξέρουμε αν θα τους αποφύγουμε ή όχι. Αμέσως αμέσως δημιουργούνται ανοικτοί λογαριασμοί στον χάρτη, ομάδες εχθρών τις οποίες θα ξεπαστρέψουμε μόλις το επιτρέψει η ενδυνάμωση της ομάδας μας. Το πεδίο της μάχης μοιάζει με σκακιέρα τέσσερα επί τέσσερα με εμάς στο κάτω μέρος και τους εχθρούς απέναντι. Τα Opportunity Gems δεν είναι άλλα από τα Action Points που έχουμε στην διάθεσή μας για να δράσουμε. Δίπλα τους, ισοδύναμα σε αξία, είναι τα Spell Points που χρησιμοποιούν οι magic users. Επειδή και τα δύο είναι πολύ περιορισμένα σε αριθμό, κάθε κίνησή μας στον γύρο είναι προσεκτικά σχεδιασμένη. Η κλασική τακτική του να τοποθετούμε στην πρώτη γραμμή τους πολεμιστές και στα μετόπισθεν τους μάγους ακολουθείται και εδώ αλλά όχι πάντα. Οι μάγοι για παράδειγμα, έχουν spells που σαρώνουν μια ολόκληρη σειρά του εχθρού αλλά πρέπει να στέκονται ακριβώς μπροστά τους. Ενίοτε λοιπόν, τοποθετούμε μπροστά ένα μάγο για να ρίξει την βολή του και τον επαναφέρουμε στα μετόπισθεν.
Το επάγγελμα του Βάρδου έχει την τιμητική του στο game καθώς τα τραγούδια του εν λόγω class επηρεάζουν πολύ την πορεία της μάχης.
Μας άρεσε η συνεχής κινητικότητα των μονάδων στην μάχη και η κατευθυντικότητα των skills που διακρίνεται “χαϊδεύοντας” τα εικονίδια τους. Επίσης, το επίπεδο δυσκολίας είναι σωστά ρυθμισμένο καθότι, ακόμα και στο easy, οι μάχες έχουν ενδιαφέρον, δεν κερδίζονται άνετα, πάλι πρέπει να λειτουργήσουμε στρατηγικά. Όλες οι κινήσεις μας μετρούν, ο παράγοντας τύχη υπάρχει μόνο στο αν θα πιάσουμε κανένα critical. Τα mental attacks είναι απολαυστικά χτυπήματα που ρίχνουμε μόλις ένας εχθρός φορτώνει κάποιο skill με σκοπό να του σπάσουμε την αυτοσυγκέντρωση. Έχουμε και εμείς τέτοια skills και μάλιστα, είναι τα δυνατότερα απ’ όλα. Καλή και η περιορισμένη διαθεσιμότητα των potions που κάνουμε crafting στο σχετικά εύκολο σύστημα του game. Το game περιέχει άπειρα αντικείμενα για looting και μπόλικες ευκαιρίες για πλουτισμό μετά την κατάθεσή τους στους σχετικούς εμπόρους. Μας ενοχλεί το ότι δεν συγκρίνεται ο εξοπλισμός που πιθανόν να αγοράσουμε (στολές, όπλα) με εκείνο που φορούν ήδη οι πολεμιστές μας. Γενικά τα drop items είναι κλάσεις ανώτερα των όσων πωλούνται στα καταστήματα, τουλάχιστον μέχρι εκεί που φτάσαμε.
Όποιος βρει την λύση κερδίζει λουκούμι
Ο κόσμος του The Bard’s Tale IV είναι τίγκα στους γρίφους. Πολλοί από αυτούς είναι ζόρικοι όπως οι στήλες με τα Elven Weapons όπου πρέπει να προσφέρουμε συγκεκριμένα πράγματα για να τα αποκτήσουμε. Διαχειρίσιμοι είναι εκείνοι όπου σπρώχνουμε ογκόλιθους σε plates με συγκεκριμένη σειρά, όσοι σχετίζονται με μοχλούς και οι γρίφοι με τα γρανάζια. Στους τελευταίους ζοριζόμαστε αρκετά μέχρι να πετύχουμε το βέλτιστο αποτέλεσμα, για παράδειγμα, να απενεργοποιήσουμε δρεπάνια που κρέμονται πάνω από τα κεφάλια μας και να ανοίξουμε ένα μυστικό πέρασμα. Στην τεράστια διάρκεια της περιπέτειας είναι αναπόφευκτο ότι πολλοί γρίφοι θα μείνουν άλυτοι εκτός και αν καταφύγουμε σε online λυσάρι ή φάμε όλη μας την ώρα πάνω τους.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το The Bard’s Tale IV ήταν τίγκα στα προβλήματα. Εκτός από το προβληματικό optimization στα γραφικά, δεν μας επέτρεπε να σώζουμε την πρόοδό μας όποτε θέλαμε. Αντί αυτού, βρίσκαμε κάτι φωσφοριζέ στήλες εν ονόματι Luck Stones και επιλέγαμε αν θα σώσουμε ή θα τις καταναλώσουμε αυξάνοντας τα xp μας. Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Πολλές φορές επιλέξαμε να τις καταναλώσουμε θέλοντας να δυναμώσουμε τους χαρακτήρες και μετά αναγκαστήκαμε να ξαναπαίξουμε το dungeon όπου σερνόμασταν από την αρχή, μόλις μας καθάρισαν. Επίσης, οι χάρτες δεν ήταν όσο αναλυτικοί θα τους θέλαμε, δηλαδή να καταγράφουν επακριβώς τα σημεία ενδιαφέροντος, μόνο quest marks και τα Luck Stones βλέπαμε. Με ένα πρόσφατο patch, μπορούμε πλέον να σώζουμε παντού και πάντα, πριν από κάθε μάχη είναι το ιδανικότερο φυσικά. Ταυτόχρονα, μέχρι το patch ήταν αδύνατο να κάνουμε re-specialization τους χαρακτήρες μας. Αν τους δίναμε ένα skill και μετά αποφασίζαμε ότι δεν μας άρεσε, ήμασταν αναγκασμένοι να το υποστούμε μέχρι το τέλος του game. Τώρα μπορούμε να κάνουμε re-spec στο Council του Adventurer’s Guild οπότε όλα καλά.

Από οπτικής πλευράς, το The Bard’s Tale IV δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Οι χαρακτήρες στην μάχη είναι καλοφτιαγμένοι αλλά τα animations τους δεν μας ξετρέλαναν κιόλας. Η ρομποτική κίνηση των εχθρών στον χάρτη επίσης δεν μας ενθουσίασε. Οι τοποθεσίες, χωρίς να ξεχειλίζουν από πολύγωνα και λεπτομέρειες, είναι καλοφωτισμένες και μεταδίδουν την ατμόσφαιρα που θέλουν. Οι φωνές των χαρακτήρων και το soundtrack είναι πολύ καλά. Οι ήρωες μιλούν με έμφαση και δείχνουν σαν να ξέρουν τι λένε, πρέπει να είναι πραγματικά ταλαντούχοι οι voice actors. Το soundtrack είναι διανθισμένο με μουσική που θα μπορούσε κάλλιστα να προέρχεται από μεσαιωνικό βάρδο και μάλιστα, αλλάζει από περιοχή σε περιοχή και τις ενώνει μουσικά. Τα ηχητικά εφέ των spells και των χτυπημάτων που καταφέρνουμε είναι εντυπωσιακά, μας έπεισαν. Έξυπνη η ιδέα του βάρδου που τραγουδά όταν φορτώνουμε το save μας, τα λόγια των τραγουδιών αναφέρονται στο σημείο της περιπέτειας που βρισκόμαστε.
Κληρονόμος τεράστιας περιουσίας με περιορισμένο ταλέντο.
Για τις ανάγκες του review, σπρώξαμε ένα εικοσάωρο του χρόνου μας στο The Bard’s Tale IV και δεν το μετανιώσαμε. Λιγότερο από 50 ώρες αποκλείεται να μας απασχολήσει εφόσον συνεχίσουμε την πορεία μας. Ο φανατικός RPGας ανάμεσά μας που θα θελήσει να δει και να ξεκλειδώσει τα πάντα, θα φτάσει κοντά στις 100 ώρες. Το περιεχόμενο και μόνο δικαιολογεί την δαπάνη των 35 ευρώ στο Steam. Φυσικά αυτό δεν θα μας αρκούσε αν δεν ήταν όλο το πακέτο ποιοτικό. Η πληθώρα των αντιπάλων, το απαιτητικό σύστημα μάχης, το αδυσώπητο adventuring σε συναρπαστικές τοποθεσίες, όλα συγκλίνουν στο να το επιλέξουμε για την επόμενη αγορά μας. Σημαντικός παράγοντας είναι επίσης η ιστορική αξίας της σειράς, η ικανοποιητική παραμετροποίηση της ομάδας και η βεβαιότητα ότι θα βελτιώνεται συνέχεια με νέα patches.
Θετικά:
- Χορταστική διάρκεια
- Έξοχο battle system που βασίζεται στους χειρισμούς μας και όχι στην τύχη
- Ατμοσφαιρικός κόσμος
- Καλό soundtrack και voice acting
- Ποικιλία στην παραμετροποίηση της ομάδας
- Σενάριο που δεν προϋποθέτει των τερματισμό των prequels για να το καταλάβουμε
Αρνητικά:
- Μέτρια γραφικά
- Μονοκόμματη κίνηση στον χάρτη
- Μερικοί πολύ δύσκολοι γρίφοι
Βαθμολογία
Γραφικά: 7
Ήχος: 7
Gameplay: 8
Αντοχή: 8
Γενικά: 7.3
Περιμέναμε περισσότερα πράγματα από το νέο Bard’s Tale και όχι να είναι εφάμιλλο του οποιουδήποτε CRPG.
Γιάννης Μοσχονάς

NEWS